- περιδειρίδιον
- περι-δειρίδιον, τς, ([etym.] δειρή)A necklet, IG11(2).161 B42 (Delos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιδειρίδιον — τὸ, Α [περίδειρον] μικρό περιδέραιο … Dictionary of Greek